- παναγυριάρχας
- παν-αγυριάρχας, [suff] παν-αγύριος, [suff] παν-άγυρις,A v. πανηγ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναγυριάρχας — παναγυριάρχας, ὁ (Α) (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πανηγυριάρχης … Dictionary of Greek
πανηγυριάρχης — Α και πανηγυράρχης, δωρ. και αιολ. τ. παναγυριάρχας, ό ΜΑ αρχηγός πανηγύρεως, αξιωματούχος εντεταλμένος να συγκεντρώνει το πλήθος για την τέλεση μεγάλης θρησκευτικής εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανήγυρις + άρχης*] … Dictionary of Greek